Οἰδίπος

Οἰδίπος
Οἰδίπους
Oedipus
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αελλόπος — ἀελλόπος ( ποδός), ο, η ομηρικός τύπος αντί ἀελλόπους (όπως ἀρτίπος, οἰδίπος κ.λπ.) (Α) αυτός που είναι γρήγορος στα πόδια σαν τη θύελλα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + πούς ο σχηματισμός σε πος κατά την αιτ. πόδα, πρβλ. μτγν. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”